πρώϊος

πρώϊος
-ΐα, -ον, και αττ. τ. πρῷος, -α, -ον, Α [πρωΐ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός
2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς] πρώϊος συνελέγετο ἐς Σάμον», Ηρόδ.
β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)
3. (για τόπο) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωΐα
βλ. πρωία
5. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώϊον
κατά το πρωί
6. φρ. «δείλη πρωΐα» — το χρονικό διάστημα από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. περίπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρώιος — early masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῶιος — πρῷος , πρώιος early masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώια — πρώιος early neut nom/voc/acc pl πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίω — πρώιος early masc/neut nom/voc/acc dual πρώιος early masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώιον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”