- πρώϊος
- -ΐα, -ον, και αττ. τ. πρῷος, -α, -ον, Α [πρωΐ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς] πρώϊος συνελέγετο ἐς Σάμον», Ηρόδ.β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)3. (για τόπο) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωΐαβλ. πρωία5. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώϊονκατά το πρωί6. φρ. «δείλη πρωΐα» — το χρονικό διάστημα από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. περίπου.
Dictionary of Greek. 2013.